αρετολογία

From LSJ

κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life

Source

Greek Monolingual

η
1. διδασκαλία περί αρετής
2. ο κλάδος της Ηθικής που ασχολείται με την αρετή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρετή + -λογια < -λογος < λόγος.