αριστούργημα

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source

Greek Monolingual

το (Μ ἀριστούργημα) αριστουργώ
το αριστοτέχνημα, το υπέροχο έργο
νεοελλ.
1. (κατ' επέκταση) χαρακτηρισμός κάθε έξοχου πράγματος
2. (με το άρθρο) το άριστο από τα έργα κάποιου
3. (ως επιφώνημα, εκδηλώνει θαυμασμό) υπέροχα, έξοχα.