ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
ἁρπαλίζω (Α) αρπαλέος1. αρπάζω κάτι με απληστία, με λαιμαργία2. έχω την τάση να αρπάζω.