ἁρπαλίζω
ὡς τρὶς ἂν παρ' ἀσπίδα στῆναι θέλοιμ' ἂν μᾶλλον ἢ τεκεῖν ἅπαξ → I would rather stand three times with a shield in battle than give birth once
English (LSJ)
A catch up, be eager to receive, τινὰ κωκυτοῖς A.Th.243:—also in Med., Hsch.
2 exact greedily, A.Eu.983 (lyr.).
3 ἐὰν τὰ μετέωρά σου ἀρπατίσῃς = if you settle your outstanding transactions, [1] PLond.ined. 1561.
Spanish (DGE)
(ἁρπᾰλίζω) 1 recibir ávidamente, recibir con agrado en v. med. τόδ' ἁρπαλίζομαι Archil.124.4
•recibir al punto μὴ ... θνῄσκοντας ἢ τετρωμένους ... κωκυτοῖσιν ἁρπαλίζετε A.Th.243.
2 cumplir ávidamente ἀντιφόνους ἄτας A.Eu.983.
German (Pape)
[Seite 358] aufnehmen, κωκυτοῖσι Aesch. Spt. 229; vgl. Eum. 938.
French (Bailly abrégé)
prés. et inf. ao. ἁρπαλίσαι;
1 accueillir avec empressement;
2 exiger impérieusement.
Étymologie: ἁρπαλέος.
Russian (Dvoretsky)
ἁρπᾰλίζω:
1 принимать (τινὰ κωκυτοῖς Aesch.);
2 страстно желать (τι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁρπαλίζω: μέλλ. -ίσω, ἁρπάζω τι εὐθύς, ἐπὶ ἀγγελίας ἰδίως λυπηρᾶς, μή νυν, ἐὰν θνήσκοντας ἤ τετρωμένους πύθησθε, κωκυτοῖσιν ἁρπαλίζετε, μὴ ἁρπάζετε εὐθὺς τὴν ἀγγελίαν μετὰ κωκυτῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 243. 2) λαμβάνω διὰ τῆς βίας, Εὐμ. 983.
Greek Monolingual
ἁρπαλίζω (Α) αρπαλέος
1. αρπάζω κάτι με απληστία, με λαιμαργία
2. έχω την τάση να αρπάζω.
Greek Monotonic
ἁρπαλίζω: μέλ. -ίσω (ἁρπάζω) ·
1. αρπάζω κάτι αμέσως, είμαι πρόθυμος να λάβω, τινὰ κωκυτοῖς, σε Αισχύλ.
2. λαμβάνω κάτι βίαια, στον ίδ.
Middle Liddell
ἁρπάζω
1. to catch up, be eager to receive, τινὰ κωκυτοῖς Aesch.
2. to exact greedily, Aesch.