αρτιάζω

From LSJ

ἐκ τῆς θαλάττης ἅπασα ὑμῖν ἤρτηται σωτηρίαyour safety altogether depends upon the sea

Source

Greek Monolingual

ἀρτιάζω (Α)
1. παίζω «μονά ζυγό»
2. μετρώ, αριθμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτι ή < άρτιος].