αρτιάζω

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224

Greek Monolingual

ἀρτιάζω (Α)
1. παίζω «μονά ζυγό»
2. μετρώ, αριθμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτι ή < άρτιος].