αρτοπωλείο

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source

Greek Monolingual

το (Α ἀρτοπωλεῖον) αρτοπώλης
το κατάστημα όπου πουλιέται άρτος
αρχ.
το εργαστήριο όπου φτιάχνουν ψωμί.