Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αρχιλιμενοφύλακας

From LSJ
Menander, fragment 761

Greek Monolingual

ο
βαθμός υπαξιωματικού του λιμενικού σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι- + λιμενοφύλαξ(-κας). Ο τ. αρχιλιμενοφύλακες μαρτυρείται από το 1896 στα Βασιλικά διατάγματα].