Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
ἀρχιποίμην (-μένος), ο (AM)1. ο πρώτος μεταξύ των ποιμένων, ο Ιησούς Χριστός2. ο αρχιερέας.