αρχιποίμην

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

ἀρχιποίμην (-μένος), ο (AM)
1. ο πρώτος μεταξύ των ποιμένων, ο Ιησούς Χριστός
2. ο αρχιερέας.