αρχιποίμην

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → mine age is as nothing before thee

Source

Greek Monolingual

ἀρχιποίμην (-μένος), ο (AM)
1. ο πρώτος μεταξύ των ποιμένων, ο Ιησούς Χριστός
2. ο αρχιερέας.