αρχομανής

From LSJ

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96

Greek Monolingual

(-ούς), -ές
αυτός που επιθυμεί με μανία ή με υπερβολικό ζήλο να κατακτήσει την εξουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχο- + -μανής < μαίνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Ν. Ι. Σαρίπολο].