ασιτία

From LSJ

Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor

Menander, Monostichoi, 331

Greek Monolingual

η (AM ἀσιτία) άσιτος
η στέρηση τροφής, το να μην τρώει κάποιος καθόλου ή να μην τρώει αρκετά
αρχ.
η έλλειψη όρεξης.