αστεροσκόπος
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
Greek Monolingual
ο (AM ἀστεροσκόπος)
ο αστρονόμος ή ο αστρολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αστήρ (-έρος) + -σκοπος < σκοπός.