ασυμβούλευτος

From LSJ

οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσυμβούλευτος, -ον)
εκείνος που δεν έχει δεχθεί συμβουλές για κάποιο θέμα
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει κάποιον να τον συμβουλέψει
2. (για πράξεις) ασύνετος, απερίσκεπτος.