ατίμητος

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀτίμητος, -ον) [[[ατιμώ]] (-άω)]
1. αυτός που δεν τον έχει τιμήσει κανείς, ο περιφρονημένος
2. ανεκτίμητος, πολύτιμος
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ανταμειφθεί για κάτι
2. «ἀτίμητος δίκη» — δίκη της οποίας η τιμωρία είναι ορισμένη εκ των προτέρων από τους νόμους.