ατζαμής
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
Greek Monolingual
ο (θηλ. ατζαμού και άτζαμη, ουδ. -μίδικο)
1. άπειρος, αδέξιος, αδαής
2. επιστρατευμένο χριστιανόπουλο για συμπλήρωση κενού στον τουρκικό στρατό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. acemi].