ατμήλατος
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
-η, -ο
ατμοκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + -ηλατος < ελαύνω
Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στην εφημερίδα Ασμοδαίος].