ατμήλατος

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
ατμοκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + -ηλατος < ελαύνω
Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στην εφημερίδα Ασμοδαίος].