αυλίσκος

From LSJ

ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα → by superficial we mean those that are obvious to all

Source

Greek Monolingual

ο (AM αὐλίσκος) αυλός
1. μικρός αυλός
2. σωληνάκι, καθετήρας
αρχ.
1. δικαστική ψήφος
2. ενώτιο, σκουλαρίκι περσικό.