στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
-ή, -ό (AM αὐξητικός, -ή, -όν)
αυτός που συντελεί ή προκαλεί αύξηση, ανάπτυξη, επέκταση
αρχ.-μσν.
αυτός που έχει την τάση να αυξάνει, να μεγαλώνει
αρχ.
1. (ρητορ.) αυτός που επαυξάνει, που πλουτίζει τον λόγο
2. παραγωγικός.