αυτοματικός

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που συντελείται αυτόματα, από μόνος του
2. το θηλ. ως ουσ. η αυτοματική
η τεχνική της παραγωγής αυτομάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτόματος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς].