αυτονόητος
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ αὐτονόητος, -ον)
αυτός που είναι κατανοητός από μόνος του, ευνόητος, σαφής.
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
-η, -ο (Μ αὐτονόητος, -ον)
αυτός που είναι κατανοητός από μόνος του, ευνόητος, σαφής.