αφιλάνθρωπος

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

Greek Monolingual

ἀφιλάνθρωπος -ον (AM)
αυτός που δεν αγαπά τους ανθρώπους, άσπλαχνος, σκληρός.