αφοδεύω

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)

Source

Greek Monolingual

(AM ἀφοδεύω) οδεύω
απαλλάσσω τον πεπτικό σωλήνα από τα περιττώματα, αποπατώ.