αφροδίσιος
From LSJ
Menander, fragment 761
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἀφροδίσιος, -ον και -ος, -α, -ον) Αφροδίτη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεά του έρωτα Αφροδίτη
2. ο σχετικός με τη σαρκική ηδονή
νεοελλ.
«αφροδίσια νοσήματα» — λοιμώδεις νόσοι που συνηθέστατα μεταδίδονται με τη γενετήσια επαφή (βλενόρροια, μαλακό έλκος, σύφιλη)
αρχ.
1. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀφροδίσια
α) οι σεξουαλικές απολαύσεις ή ηδονές
β) γιορτή προς τιμή της Αφροδίτης
γ) το γυναικείο αιδοίο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ Ἀφροδίσιον
ναός αφιερωμένος στην Αφροδίτη
3. το αρσ. ως ουσ. Αφροδίσιος
ονομασία μηνός στην Κύπρο.