αφρολόγος

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source

Greek Monolingual

ο
τρυπητή κουτάλα με την οποία αφαιρούν τον αφρό από φαγητό που βράζει.