αφυδάτωση
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
Greek Monolingual
η
1. η απομάκρυνση του νερού από ένα στερεό, υγρό ή αέριο με φυσικές ή χημικές μεθόδους ή και τις δύο
2. ιατρ. η απώλεια νερού από το σώμα, η οποία συνδυάζεται σχεδόν πάντοτε με διάφορα είδη και βαθμούς διαταραχής του μεταβολισμού του χλωριούχου νατρίου (αλατιού)
3. φρ. «αφυδάτωση τροφίμων» — τεχνική συντήρησης διαφόρων τροφίμων για μεγάλη χρονική περίοδο με αφαίρεση της υγρασίας τους.