αϋπνία

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

και αϋπνιά, η (AM ἀυπνία) άυπνος
ανικανότητα για επαρκή ύπνο σε μεγάλη ποικιλία τύπων και βαθμών.