αϋπνία

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

Greek Monolingual

και αϋπνιά, η (AM ἀυπνία) άυπνος
ανικανότητα για επαρκή ύπνο σε μεγάλη ποικιλία τύπων και βαθμών.