βήλον

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source

Greek Monolingual

βῆλον, το (AM)
παραπέτασμα
μσν.
1. κομμάτι από πανί
2. καλύπτρα της κεφαλής άγιων μορφών
3. λάβαρο, σημαία
4. ο πυργίσκος στον ιππόδρομο, όπου υψωνόταν το βήλον για ν' αρχίσουν οι ιπποδρομίες
αρχ.
το πανί του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. velum «ύφασμα, κάλυμμα»].