βαθύπεδο

From LSJ

Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν → Ask, and it shall be given you; seek, and ye shall find; knock, and it shall be opened unto you (Matthew 7:7)

Source

Greek Monolingual

το
1. βαθιά, χαμηλή πεδιάδα ανάμεσα σε βουνά
2. πεδιάδα που βρίσκεται λίγο πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας ή και χαμηλότερα απ' αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + πέδον.