βαλληναῖος

From LSJ

ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόνLibya always bears some new evil

Source

Russian (Dvoretsky)

βαλληναῖος: v. l. = βαληναῖος.

German (Pape)

königlich, nach Plut. fluv. 12.3. S. βαλήν.