βιολιστής

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source

Greek Monolingual

και βιολιτζής, ο (θηλ. βιολίστρια)
1. μουσικός που παίζει βιολί
2. πληθ. οι βιολιτζήδες
οργανοπαίκτες.