ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble
και βιολιτζής, ο (θηλ. βιολίστρια)1. μουσικός που παίζει βιολί2. πληθ. οι βιολιτζήδεςοργανοπαίκτες.