βλαισοπόδης

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source

German (Pape)

[Seite 447] Suid., u. βλαισόπους, ουν, οδος, mit auswärts gekrümmten Füßen, Hesych.

Spanish (DGE)

βάτραχος Sud.β 327.