βλαστολογώ

From LSJ

Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)

Source

Greek Monolingual

(-άω) (AM βλαστολογῶ, -έω)
κόβω βλαστούς από δέντρο ή άλλο φυτό
μσν.- νεοελλ.
ξεχορταριάζω, βοτανίζω.