βοθρίο
From LSJ
πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria
πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria
και βοθρίο, το (AM βοθρίον) βόθρος
μικρός λάκκος
νεοελλ.
μικρό αβαθές κοίλωμα σε πολλά σημεία του σώματος (κερκιδικό, υπογλώσσιο κ.λπ.)
αρχ.
μικρή πληγή στον κερατοειδή χιτώνα του ματιού.