βομβώδης
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
English (LSJ)
ες, = βομβητικός, Ael.N A6.37; of intestinal flatus, Gal.7.241.
Spanish (DGE)
-ες
1 zumbador, que zumba ἦχον del tábano, Ael.NA 6.37
•de malas músicas, Luc.Ner.6 (var.)
•del flato intestinal, Gal.7.241.
2 rimbombante dicho de la palabra ἀνεκυμβαλίαζον Sch.Er.Il.16.379b.
German (Pape)
[Seite 453] ες, summend, ἦχος Ael. H. A. 6, 37.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
bourdonnant.
Étymologie: βόμβος.
Greek (Liddell-Scott)
βομβώδης: -ες, (εἶδος) = βομβητικός, Αἰλ. Ζ. Ἱ. 6. 37.