βοστρυχόομαι

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

Spanish (DGE)

rizarse el pelo, Ach.Tat.1.19.1.

Greek Monolingual

βοστρυχοῦμαι (βοστρυχόομαι) (AM) βόστρυχος
έχω ή αποκτώ βοστρύχους.