ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
rizarse el pelo, Ach.Tat.1.19.1.
βοστρυχοῦμαι (βοστρυχόομαι) (AM) βόστρυχοςέχω ή αποκτώ βοστρύχους.