βοτάνισμα

From LSJ

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source

Greek Monolingual

το (Μ βοτανισμός, ο) βοτανίζω
το ξερίζωμα των άγριων φυτών από καλλιεργημένη περιοχή.