βοτάνισμα

From LSJ

μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians

Source

Greek Monolingual

το (Μ βοτανισμός, ο) βοτανίζω
το ξερίζωμα των άγριων φυτών από καλλιεργημένη περιοχή.