βοτανολόγος
From LSJ
ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
English (LSJ)
ὁ, gatherer of herbs, Zonar.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ herbolario Zonar.s.u. πιμεντάριος.
Greek Monolingual
ο
ο επιστήμονας ή ερασιτέχνης συλλέκτης βοτάνων.