βοτρύδιον
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
[ῡ], τό, Dim. of βότρυς,
A small cluster, Alex. 172.13, Dsc. 1.21, al., Longus 2.13.
II an earring of this pattern, Com. Adesp. 962, Hsch.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Prosodia: [-ῡ-]
1 racimito de uvas, Alex.178.13, σταφυλ(ῶν) ἐκλέ(κτων) PCol.232.8 (III d.C.)
•plu. racimos ἄνθη ὡς βοτρύδια προσκείμενα Dsc.4.159, cf. LXX Is.18.5, Longus 2.13.1, Gal.12.444.
2 zarcillo o pendiente en forma de racimo, Com.Adesp.962B, Hsch.
German (Pape)
[Seite 455] τό, dim. von βότρυς, kleine Traube, Alexis bei Ath. XII, 516 e u. Sp. Nach Hesych. auch ein traubenförmiges Ohrgehenk.
Greek (Liddell-Scott)
βοτρύδιον: [ῡ], τό, ὑποκορ. τοῦ βότρυς, Ἄλεξ. Πανν. 1. 13. ΙΙ. ἐνώτιον τοιοῦτο τὸ σχῆμα, Κωμ. παρὰ Πολυδ. Ε΄, 97· πρβλ. Ἡσύχ. καὶ ἴδε βότρυς 3.