βουβαίνω

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

βουβός
1. καθιστώ κάποιον βουβό, άλαλο
2. αποστομώνω κάποιον
3. μέσ. γίνομαι βουβός, χάνω τη φωνή μου.