αποστομώνω

From LSJ

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source

Greek Monolingual

(Α ἀποστομῶ, -όω)
κλείνω το στόμα κάποιου, τον κάνω να σωπάσει
αρχ.
1. αποφράσσω
2. αμβλύνω την άκρη αιχμηρού αντικειμένου.