βοώπις
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
βοῶπις (-ιδος), η (Α)
εκείνη που έχει μάτια μεγάλα και στρογγυλά σαν του βοδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + ωψ, ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. βλοσυρώπις, γλαυκώπις κ.ά.)].