βραχιονιστήρας
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
Greek Monolingual
ο (Α βραχιονιστήρ)
νεοελλ.
βραχίων
1. τμήμα πανοπλίας, το οποίο καλύπτει τον βραχίονα
2. περιβραχιόνιο
αρχ.
βραχιόλι.