γέμα

From LSJ

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source

Greek Monolingual

το (Μ γέμα[ν]) γεύμα
1. το γεύμα
2. το μεσημέρι.