γέννηση

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source

Greek Monolingual

η (AM γέννησις) γεννώ
1. το να γεννηθεί κάποιος
2. η δημιουργία, η προέλευση
νεοελλ.
η Γέννηση
η γέννηση του Χριστού.