γαργάλημα
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
Greek Monolingual
και γαργάλεμα και γαργάλισμα, το και γαργαλισμός, ο
ερεθισμός σε ευαίσθητα μέρη του σώματος (μασχάλες, πλευρά, πέλμα κ.ά.) που προκαλεί σύσπαση τών γελαστικών μυών.