γαστρίοικος

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source

Greek (Liddell-Scott)

γαστρίοικος: -ον, ὁ ἐν τῇ γαστρὶ οἰκῶν, ἴδε Λεξ. Κουμ.

Greek Monolingual

γαστρίοικος, -ον (Μ)
αυτός που κατοικεί στην κοιλιά, που έχει την έδρα του στην κοιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ (-στρός) + -οικος < οίκος].